Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η παλάμη

  • 1 παλάμη

    [палами] ουσ. Θ. лодонь

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παλάμη

  • 2 ладонь

    ладонь ж η παλάμη
    * * *
    ж
    η παλάμη

    Русско-греческий словарь > ладонь

  • 3 кисть

    кисть
    ж I. (гроздь) τό τσαμπί, ἡ βό· τρυς:
    виноградная \кисть ιό τσαμπί σταφυ-λιοῦ, ἕνα τσαμπί σταφύλι·
    2. (шнура и т. п.) ὁ κροσσός, ἡ φούντα, τό κρόσσι·
    3. (руки) ἡ ἄκρα χείρ, ἡ παλάμη·
    4. (для рисования) τό πινέλλο, ὁ χρωστήρ [-ας]:
    малярная \кисть ἡ βούρτσα.

    Русско-новогреческий словарь > кисть

  • 4 ладонь

    ладон||ь
    ж ἡ παλαμη, ἡ χούφτα, ἡ φούχτα· ◊ как на \ладоньи καθαρά μπροστά μου.

    Русско-новогреческий словарь > ладонь

  • 5 пятерня

    пятерня
    ж разг ἡ παλάμη.

    Русско-новогреческий словарь > пятерня

  • 6 кисть

    [κίστ'] ουσ. θ. τσαμπί, παλάμη, βούρτσα

    Русско-греческий новый словарь > кисть

  • 7 ладонь

    [λάντον'] ουσ. θ. παλάμη, χούφτα, φούχτα

    Русско-греческий новый словарь > ладонь

  • 8 пятерня

    [πιτιρνγιά] ουσ. θ. παλάμη

    Русско-греческий новый словарь > пятерня

  • 9 кисть

    [κίστ'] ουσ θ τσαμπί, παλάμη, βούρτσα

    Русско-эллинский словарь > кисть

  • 10 ладонь

    [λάντον'] ουσ θ παλάμη, χούφτα, φούχτα

    Русско-эллинский словарь > ладонь

  • 11 пятерня

    [πιτιρνγιά] ουσ θ παλάμη

    Русско-эллинский словарь > пятерня

  • 12 дециметр

    α.
    υποδεκάμετρο, δεκατόμετρο, παλάμη.

    Большой русско-греческий словарь > дециметр

  • 13 длань

    θ. (υψ. ύφος, παλ.) χέρι, παλάμη, καρπός.

    Большой русско-греческий словарь > длань

  • 14 защитить

    -щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•

    защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•

    защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•

    защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.

    || (νομ,) συνηγορώ•

    защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,

    2. προφυλάσσω•

    защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•

    защитить от ветра προφυλάσσω•

    атго τον άνεμο.

    προφυλάσσομαι•

    защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•

    защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > защитить

  • 15 кисть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. το άκρο χέρι (η παλάμη με τα δάχτυλα).
    2. τσαμπί, βότρυς•

    виноградная кисть τσαμπί σταφυλιού.

    3. θύσανος, κρόσσι, φούντα.
    4. πινέλο, χρωστήρας• βούρτσα χρωματίσματος.
    5. πινελιά, δεξιοτεχνία ζωγραφική. || μεγάλη τέχνη ζωγράφου, πινέλο.

    Большой русско-греческий словарь > кисть

  • 16 ладонь

    θ.
    παλάμη.
    εκφρ.
    виден как (будто) на -и – φαίνεται ολοκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > ладонь

  • 17 прижать

    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω• πατώ•

    к своей груди σφίγγω στην αγκαλιά μου•

    прижать ладонью πατώ με την παλάμη.

    || στριμώχνω, κολλώ•

    прижать к стене (κυρλ,ξ. κ. μτφ.) κολλώ στον τοίχο.

    2. μτφ. καταπιέζω, τυραννώ.
    πιέζομαι, σφίγγομαι πατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > прижать

  • 18 пятерня

    -й, γεν, πλθ. -ей θ. η παλάμη,τα πέντε δάχτυλα• η φούχτα.

    Большой русско-греческий словарь > пятерня

  • 19 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 20 ферула

    θ.
    1. (γραπ. λόγος) επίβλεψη, επιτήρηση αυστηρή.
    2. ο χάρακας (που χτυπούσε ο δάσκαλος τους μαθητές στην παλάμη).

    Большой русско-греческий словарь > ферула

См. также в других словарях:

  • παλάμη — palm of the hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάμῃ — παλάμη palm of the hand fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… …   Dictionary of Greek

  • παλάμη — η 1. το εσωτερικό του χεριού. 2. μονάδα μήκους ίσο με το 1/10 του μέτρου. 3. είδος γαντιού που χρησιμοποιείται σαν δαχτυλήθρα για το ράψιμο των πανιών του πλοίου, αλλ. βαρδαμάνα. 4. μείγμα από λίπος, πίσσα και θειάφι για εξωτερική επάλειψη των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλάμαι — παλάμη palm of the hand fem nom/voc pl παλάμᾱͅ , παλάμη palm of the hand fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάμηι — παλάμῃ , παλάμη palm of the hand fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάμηφι — παλάμη palm of the hand fem gen (epic) παλάμη palm of the hand fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαμᾶν — παλάμη palm of the hand fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαμέων — παλάμη palm of the hand fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαμῶν — παλάμη palm of the hand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάμαις — παλάμη palm of the hand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»